ὀργανικός

ὀργανικός
ὀργανικός
serving as organs
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οργανικός — ή, ό (Α ὀργανικός, ή, όν) [όργανον] 1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο 2. αυτός που αποτελείται από όργανα 3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • οργανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οργανισμό, σε όργανο ή σε οργάνωση: Οργανική πάθηση, θέση. 2. αυτός που έχει όργανα, αλλ. ενόργανος: Οργανικά όντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργανικά — ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc pl ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc/acc dual ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικώτερον — ὀργανικός serving as organs adverbial comp ὀργανικός serving as organs masc acc comp sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικῶν — ὀργανικός serving as organs fem gen pl ὀργανικός serving as organs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικόν — ὀργανικός serving as organs masc acc sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχλωραιθυλένιο — Οργανικός διαλύτης με χημικό τύπο C2Cl4. Είναι υγρό άχρωμο, που βράζει στους 119° και έχει ειδικό βάρος 1,624 σε 15°. Παρασκευάζεται από πενταχλωραιθάνιο (C2HCl5) βρασμένο με πολτό ασβέστη. Το υ. είναι ανάλογο προς το τριχλωραιθυλένιο …   Dictionary of Greek

  • ὀργανικαῖς — ὀργανικός serving as organs fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικαί — ὀργανικός serving as organs fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικοῖς — ὀργανικός serving as organs masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”